πρήκτης

πρήκτης
ὁ, Α
ιων. τ. βλ. πράκτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πράκτης — και, ιων. τ., πρήκτης, ὁ, Α 1. πρακτήρ* 2. (ο ιων. τ.) ὁ πρήκτης προδοτικός, άπιστος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα της (πρβλ. φράκ της)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”